- πάρφασις
- πάρφᾰσις1 misrepresentation
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.32
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.32
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάρφασις — άσεως, ή, Α (ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι) … Dictionary of Greek
πάρφασις — παράφασις address fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek